- εφετινός
- -ή, -ό και φετινός, -ή, -ό (ΑΜ ἐφετινός, -ή, -όν, Μ και ὀφετινὸς και 'φετινός) [εφέτος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον έτος («φετινή σοδειά»)νεοελλ.(κατ' επέκτ.) τωρινός, σύγχρονος, καινούργιοςμσν.πάπ. ο ηλικίας ενός έτους.
Dictionary of Greek. 2013.